- χιλοποιούμαι
- -έομαι, Α(μτγντ.) βλ. χυλοποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυλοποιώ — χυλοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ποιώ*] … Dictionary of Greek